θυραυλώ

θυραυλώ
θυραυλῶ, -έω (Α) [θύραυλος]
1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο
2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό
3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα τής ερωμένης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • συνθυραυλώ — έω, Α (για στρατιώτες) μένω μαζί με άλλους σε σκηνές τού ίδιου στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυραυλῶ «μένω στο ύπαιθρο, ζω σε στρατόπεδο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”